- αλλοπαθητικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στην αλλοπάθεια*2. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ο αλλοπαθητικόςο γιατρός που χρησιμοποιεί ως θεραπευτική μέθοδο την αλλοπαθητική3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αλλοπαθητική.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο-* + παθητικός].
Dictionary of Greek. 2013.