αλλοπαθητικός

αλλοπαθητικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην αλλοπάθεια*
2. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) ο αλλοπαθητικός
ο γιατρός που χρησιμοποιεί ως θεραπευτική μέθοδο την αλλοπαθητική
3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αλλοπαθητική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο-* + παθητικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”